- προκριτικόν
- προκριτικόςofmasc acc sgπροκριτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκριτικός — ή, όν, Α [προκρίνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόκριση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκριτικόν α) λόγος, αιτία προτίμησης β) εσφ. ανάγν. στον Πλούτ. αντί τού Κρητικός 3. φρ. «προκριτικὸς παροξυσμός» (για ασθένεια) παροξυσμός που προδηλώνει,… … Dictionary of Greek